κακοήθεια

κακοήθεια
κακοήθεια, ας, ἡ (s. κακός, ἦθος; X., Pla. et al.; T. Kellis 22, 22) a basic defect in character that leads one to be hurtful to others, meanspiritedness, malice, malignity, craftiness (so Polyb. 5, 50, 5; Vett. Val. 44, 20; PGrenf I, 60, 13 [cp. Sb 5112, 15]; Esth 8:12f; 3 Macc 3:22; Jos., Ant. 1, 50; 16, 68, C. Ap. 1, 222 [w. φθόνος]; Tat. 16, 1) in a catalogue of vices (Apollonius of Tyana, Ep. 43 [Philostrat. I 354, 6]: φθόνου, κακοηθείας, μίσους, διαβολῆς, ἔχθρας) Ro 1:29; 1 Cl 35:5 (Aristot., Rhet. 2, 13 p. 1389b, 20f defines it thus: ἔστι κακοήθεια τὸ ἐπὶ τὸ χεῖρον ὑπολαμβάνειν ἅπαντα=malice means seeing the worst in everything; Ammonius [100 A.D.] p. 80 Valck. defines it as κακία κεκρυμμένη=baseness lurking in the shadows. Cp. 4 Macc 1:4; 3:4).—DELG s.v. ἦθος. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακοηθείᾳ — κακοηθείᾱͅ , κακοήθεια bad disposition fem dat sg (attic doric aeolic) κακοηθείᾱͅ , κακοήθεια bad disposition fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοήθεια — bad disposition fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοήθεια — η (Α κακοήθεια, ιων. τ. κακοηθίη) [κακοήθης] 1. η ιδιότητα τού κακοήθους, τού μοχθηρού, η φαυλότητα, η αισχρότητα («μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας» ΚΔ) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) το δυσίατο ή ανίατο («κακοήθεια τῆς νόσου»,… …   Dictionary of Greek

  • κακοήθεια — η η ιδιότητα του κακοήθους, αισχρότητα, φαυλότητα: Αυτό που έκαμες είναι κακοήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοηθείας — κακοηθείᾱς , κακοήθεια bad disposition fem acc pl κακοηθείᾱς , κακοήθεια bad disposition fem gen sg (attic doric aeolic) κακοηθείᾱς , κακοήθεια bad disposition fem acc pl (ionic) κακοηθείᾱς , κακοήθεια bad disposition fem gen sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθείαι — κακοηθείᾱͅ , κακοήθεια bad disposition fem dat sg (attic doric aeolic) κακοηθείᾱͅ , κακοήθεια bad disposition fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθείαις — κακοήθεια bad disposition fem dat pl κακοήθεια bad disposition fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοήθειαι — κακοήθεια bad disposition fem nom/voc pl κακοήθεια bad disposition fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοήθειαν — κακοήθεια bad disposition fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”